- διαδόσιμος
- ος , ον1) распространимый, передаваемый; 2) заразный (о болезни); 3) заразительный (о смехе и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαδόσιμος — η, ο (Α διαδόσιμος, ον) 1. αυτός που μπορεί να διαδοθεί, να γενικευθεί 2. (για νόσους) αυτός που μεταδίδεται, ο κολλητικός αρχ. αυτός που γίνεται γνωστός με τη διάδοση … Dictionary of Greek